Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
χειρωνακτέω
χειρωνακτικός
χειρῶναξ
χειρωναξία
χειρωνάξιον
Χειρώνειος
χειρωνίς
Χειρωνίς
View word page
χείρωμα
that which is conquered, a conquest
ShortDef
that which is conquered, a conquest
Debugging
Headword:
χείρωμα
Headword (normalized):
χείρωμα
Headword (normalized/stripped):
χειρωμα
IDX:
96342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96343
Key:
Data
{'content': 'that which is conquered, a conquest'}