Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
χειρωνακτέω
χειρωνακτικός
χειρῶναξ
χειρωναξία
χειρωνάξιον
Χειρώνειος
View word page
χειρόχωλος
maimed in the hand

ShortDef

maimed in the hand

Debugging

Headword:
χειρόχωλος
Headword (normalized):
χειρόχωλος
Headword (normalized/stripped):
χειροχωλος
IDX:
96340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96341
Key:

Data

{'content': 'maimed in the hand'}