Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
χειρωνακτέω
χειρωνακτικός
View word page
χειρουργία
a working by hand, practice of a handicraft
ShortDef
a working by hand, practice of a handicraft
Debugging
Headword:
χειρουργία
Headword (normalized):
χειρουργία
Headword (normalized/stripped):
χειρουργια
IDX:
96336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96337
Key:
Data
{'content': 'a working by hand, practice of a handicraft'}