Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
χειρόω
χείρωμα
Χείρων
χείρων
View word page
χειρούργημα
handiwork

ShortDef

handiwork

Debugging

Headword:
χειρούργημα
Headword (normalized):
χειρούργημα
Headword (normalized/stripped):
χειρουργημα
IDX:
96334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96335
Key:

Data

{'content': 'handiwork'}