Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόχρηστοι
χειρόχωλος
View word page
χειροτριβέω
rub with the hands, rub

ShortDef

rub with the hands, rub

Debugging

Headword:
χειροτριβέω
Headword (normalized):
χειροτριβέω
Headword (normalized/stripped):
χειροτριβεω
IDX:
96330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96331
Key:

Data

{'content': 'rub with the hands, rub'}