Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
View word page
χειροτονητέον
one must vote

ShortDef

one must vote

Debugging

Headword:
χειροτονητέον
Headword (normalized):
χειροτονητέον
Headword (normalized/stripped):
χειροτονητεον
IDX:
96325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96326
Key:

Data

{'content': 'one must vote'}