Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
View word page
χειροτονέω
(to stretch out the hand), to vote, elect

ShortDef

(to stretch out the hand), to vote, elect

Debugging

Headword:
χειροτονέω
Headword (normalized):
χειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
χειροτονεω
IDX:
96324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96325
Key:

Data

{'content': '(to stretch out the hand), to vote, elect'}