Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
View word page
χειροτεχνικός
of or for handicraft, skilful
ShortDef
of or for handicraft, skilful
Debugging
Headword:
χειροτεχνικός
Headword (normalized):
χειροτεχνικός
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνικος
IDX:
96321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96322
Key:
Data
{'content': 'of or for handicraft, skilful'}