Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
View word page
χειροτεχνέω
to be a χειροτέχνης

ShortDef

to be a χειροτέχνης

Debugging

Headword:
χειροτεχνέω
Headword (normalized):
χειροτεχνέω
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνεω
IDX:
96317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96318
Key:

Data

{'content': 'to be a χειροτέχνης'}