Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
View word page
χειροτένων
with outstretched arms

ShortDef

with outstretched arms

Debugging

Headword:
χειροτένων
Headword (normalized):
χειροτένων
Headword (normalized/stripped):
χειροτενων
IDX:
96316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96317
Key:

Data

{'content': 'with outstretched arms'}