Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
View word page
χειρόσοφος
skilled with the hands

ShortDef

skilled with the hands

Debugging

Headword:
χειρόσοφος
Headword (normalized):
χειρόσοφος
Headword (normalized/stripped):
χειροσοφος
IDX:
96314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96315
Key:

Data

{'content': 'skilled with the hands'}