Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
χειροτέχντμητος
View word page
χειροσκόπος
inspecting the hand

ShortDef

inspecting the hand

Debugging

Headword:
χειροσκόπος
Headword (normalized):
χειροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
χειροσκοπος
IDX:
96313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96314
Key:

Data

{'content': 'inspecting the hand'}