Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρονόμος
χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτέχνιον
View word page
χειροσκοπικός
based on palmistry

ShortDef

based on palmistry

Debugging

Headword:
χειροσκοπικός
Headword (normalized):
χειροσκοπικός
Headword (normalized/stripped):
χειροσκοπικος
IDX:
96312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96313
Key:

Data

{'content': 'based on palmistry'}