Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρονομησείω
χειρονομία
χειρονόμος
χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
View word page
χειροσιδήριον
grapnel, grapplinghook

ShortDef

grapnel, grapplinghook

Debugging

Headword:
χειροσιδήριον
Headword (normalized):
χειροσιδήριον
Headword (normalized/stripped):
χειροσιδηριον
IDX:
96310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96311
Key:

Data

{'content': 'grapnel, grapplinghook'}