Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρόνιπτρον
χειρονομέω
χειρονομησείω
χειρονομία
χειρονόμος
χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
View word page
χειροποίητος
made by hand, artificial

ShortDef

made by hand, artificial

Debugging

Headword:
χειροποίητος
Headword (normalized):
χειροποίητος
Headword (normalized/stripped):
χειροποιητος
IDX:
96308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96309
Key:

Data

{'content': 'made by hand, artificial'}