Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρομύλη
χειρόνιπτρον
χειρονομέω
χειρονομησείω
χειρονομία
χειρονόμος
χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειροτεχνέω
View word page
χειροποιέομαι
perpetrate with one's own hand

ShortDef

perpetrate with one's own hand

Debugging

Headword:
χειροποιέομαι
Headword (normalized):
χειροποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
χειροποιεομαι
IDX:
96307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96308
Key:

Data

{'content': "perpetrate with one's own hand"}