Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρομαχέω
χειρομαχία
χειρομύλη
χειρόνιπτρον
χειρονομέω
χειρονομησείω
χειρονομία
χειρονόμος
χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
View word page
χειροπληθής
filling the hand, as large as can be held in the hand

ShortDef

filling the hand, as large as can be held in the hand

Debugging

Headword:
χειροπληθής
Headword (normalized):
χειροπληθής
Headword (normalized/stripped):
χειροπληθης
IDX:
96305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96306
Key:

Data

{'content': 'filling the hand, as large as can be held in the hand'}