Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροκρίτης
χειρόκτυπος
χειρολάβη
χειρολαβίς
χειρολογέω
χειρολυχνία
χειρόμακτρον
χειρόμαντις
χειρομάππιον
χειρομάχα
χειρομαχέω
χειρομαχία
χειρομύλη
χειρόνιπτρον
χειρονομέω
χειρονομησείω
χειρονομία
χειρονόμος
χειρόνως
χειροπέδη
χειροπληθής
View word page
χειρομαχέω
fight with the hands

ShortDef

fight with the hands

Debugging

Headword:
χειρομαχέω
Headword (normalized):
χειρομαχέω
Headword (normalized/stripped):
χειρομαχεω
IDX:
96295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96296
Key:

Data

{'content': 'fight with the hands'}