Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρόκμητος
χειροκοπέω
χειροκόπος
χειροκρατέω
χειροκρατησία
χειροκρατία
χειροκρατικός
χειροκρίτης
χειρόκτυπος
χειρολάβη
χειρολαβίς
χειρολογέω
χειρολυχνία
χειρόμακτρον
χειρόμαντις
χειρομάππιον
χειρομάχα
χειρομαχέω
χειρομαχία
χειρομύλη
χειρόνιπτρον
View word page
χειρολαβίς
plough-handle

ShortDef

plough-handle

Debugging

Headword:
χειρολαβίς
Headword (normalized):
χειρολαβίς
Headword (normalized/stripped):
χειρολαβις
IDX:
96288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96289
Key:

Data

{'content': 'plough-handle'}