Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειροδίκης
χειροδόσιον
χειροδοτέω
χειρόδοτος
χειροδράκων
χειροδρόπος
χειροήθεια
χειροήθης
χειροθεσία
χειρόκμητος
χειροκοπέω
χειροκόπος
χειροκρατέω
χειροκρατησία
χειροκρατία
χειροκρατικός
χειροκρίτης
χειρόκτυπος
χειρολάβη
χειρολαβίς
χειρολογέω
View word page
χειροκοπέω
cut off the hand of

ShortDef

cut off the hand of

Debugging

Headword:
χειροκοπέω
Headword (normalized):
χειροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
χειροκοπεω
IDX:
96279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96280
Key:

Data

{'content': 'cut off the hand of'}