Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρόδεσμος
χειροδίκης
χειροδόσιον
χειροδοτέω
χειρόδοτος
χειροδράκων
χειροδρόπος
χειροήθεια
χειροήθης
χειροθεσία
χειρόκμητος
χειροκοπέω
χειροκόπος
χειροκρατέω
χειροκρατησία
χειροκρατία
χειροκρατικός
χειροκρίτης
χειρόκτυπος
χειρολάβη
χειρολαβίς
View word page
χειρόκμητος
wrought by hand

ShortDef

wrought by hand

Debugging

Headword:
χειρόκμητος
Headword (normalized):
χειρόκμητος
Headword (normalized/stripped):
χειροκμητος
IDX:
96278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96279
Key:

Data

{'content': 'wrought by hand'}