Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
Χειρογονία
χειρογραφέω
χειρογραφία
χειρόγραφος
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειρόδεσμος
χειροδίκης
χειροδόσιον
χειροδοτέω
View word page
χειρογάστωρ
one who fills his belly with his hands
ShortDef
one who fills his belly with his hands
Debugging
Headword:
χειρογάστωρ
Headword (normalized):
χειρογάστωρ
Headword (normalized/stripped):
χειρογαστωρ
IDX:
96261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96262
Key:
Data
{'content': 'one who fills his belly with his hands'}