Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
Χειρογονία
χειρογραφέω
χειρογραφία
χειρόγραφος
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειρόδεσμος
χειροδίκης
View word page
χειροβοσκός
supporting oneself by manual work

ShortDef

supporting oneself by manual work

Debugging

Headword:
χειροβοσκός
Headword (normalized):
χειροβοσκός
Headword (normalized/stripped):
χειροβοσκος
IDX:
96259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96260
Key:

Data

{'content': 'supporting oneself by manual work'}