Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
Χειρογονία
χειρογραφέω
χειρογραφία
χειρόγραφος
View word page
χειροβαρής
heauy in the hand

ShortDef

heauy in the hand

Debugging

Headword:
χειροβαρής
Headword (normalized):
χειροβαρής
Headword (normalized/stripped):
χειροβαρης
IDX:
96255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96256
Key:

Data

{'content': 'heauy in the hand'}