Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
Χειρογονία
χειρογραφέω
View word page
χειρλάω
have chaps in the hand

ShortDef

have chaps in the hand

Debugging

Headword:
χειρλάω
Headword (normalized):
χειρλάω
Headword (normalized/stripped):
χειρλαω
IDX:
96253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96254
Key:

Data

{'content': 'have chaps in the hand'}