Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
Χειρογονία
View word page
χειριστικόν
salary of χειριστής, ledger, (adj.) entered in list

ShortDef

salary of χειριστής, ledger, (adj.) entered in list

Debugging

Headword:
χειριστικόν
Headword (normalized):
χειριστικόν
Headword (normalized/stripped):
χειριστικον
IDX:
96252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96253
Key:

Data

{'content': 'salary of χειριστής, ledger, (adj.) entered in list'}