Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
View word page
χειριστεύω
act as administrator

ShortDef

act as administrator

Debugging

Headword:
χειριστεύω
Headword (normalized):
χειριστεύω
Headword (normalized/stripped):
χειριστευω
IDX:
96250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96251
Key:

Data

{'content': 'act as administrator'}