Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
View word page
χειριστέον
one must manage

ShortDef

one must manage

Debugging

Headword:
χειριστέον
Headword (normalized):
χειριστέον
Headword (normalized/stripped):
χειριστεον
IDX:
96249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96250
Key:

Data

{'content': 'one must manage'}