Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνωφέρεια
ἀνωφερής
ἀνώφλιον
ἀνώφοιτος
ἀνωφορέω
ἀνώχυρος
Ἄξεινος
ἀξενάγητος
ἀξεναγώγητος
ἀξενία
ἄξενος
ἄξεστος
View word page
ἀνωφερής
borne upwards, ascending

ShortDef

borne upwards, ascending

Debugging

Headword:
ἀνωφερής
Headword (normalized):
ἀνωφερής
Headword (normalized/stripped):
ανωφερης
IDX:
9624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9625
Key:

Data

{'content': 'borne upwards, ascending'}