Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
χειροβολέω
View word page
χειρισμός
handling, manipulation, treatment

ShortDef

handling, manipulation, treatment

Debugging

Headword:
χειρισμός
Headword (normalized):
χειρισμός
Headword (normalized/stripped):
χειρισμος
IDX:
96247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96248
Key:

Data

{'content': 'handling, manipulation, treatment'}