Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
χειρόβιος
View word page
χειρισμογράφος
inventory-keeper, registrar

ShortDef

inventory-keeper, registrar

Debugging

Headword:
χειρισμογράφος
Headword (normalized):
χειρισμογράφος
Headword (normalized/stripped):
χειρισμογραφος
IDX:
96246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96247
Key:

Data

{'content': 'inventory-keeper, registrar'}