Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειρεργάτης
χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
χειροβαλλίστρα
χειροβαρής
View word page
χείρισμα
part handled
ShortDef
part handled
Debugging
Headword:
χείρισμα
Headword (normalized):
χείρισμα
Headword (normalized/stripped):
χειρισμα
IDX:
96245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96246
Key:
Data
{'content': 'part handled'}