Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειραφεσία
χειραψία
χειρεργάτης
χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χειρλάω
View word page
χείριος
in the hands, in the power

ShortDef

in the hands, in the power

Debugging

Headword:
χείριος
Headword (normalized):
χείριος
Headword (normalized/stripped):
χειριος
IDX:
96243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96244
Key:

Data

{'content': 'in the hands, in the power'}