Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
χειράς
χειραφεσία
χειραψία
χειρεργάτης
χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
χειριστέον
View word page
χειριδωτός
having sleeves, sleeved

ShortDef

having sleeves, sleeved

Debugging

Headword:
χειριδωτός
Headword (normalized):
χειριδωτός
Headword (normalized/stripped):
χειριδωτος
IDX:
96239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96240
Key:

Data

{'content': 'having sleeves, sleeved'}