Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειράλυσις
χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
χειράς
χειραφεσία
χειραψία
χειρεργάτης
χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
Χειρίσοφος
View word page
χειριδόομαι
to be furnished with hands

ShortDef

to be furnished with hands

Debugging

Headword:
χειριδόομαι
Headword (normalized):
χειριδόομαι
Headword (normalized/stripped):
χειριδοομαι
IDX:
96238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96239
Key:

Data

{'content': 'to be furnished with hands'}