Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειραλγός
χειραλειπτέω
χειράλυσις
χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
χειράς
χειραφεσία
χειραψία
χειρεργάτης
χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
View word page
χειρητής
manual labourer
ShortDef
manual labourer
Debugging
Headword:
χειρητής
Headword (normalized):
χειρητής
Headword (normalized/stripped):
χειρητης
IDX:
96236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96237
Key:
Data
{'content': 'manual labourer'}