Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
χειραλειπτέω
χειράλυσις
χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
χειράς
χειραφεσία
χειραψία
χειρεργάτης
χειρητής
χειρίδιον
χειριδόομαι
χειριδωτός
χειρίζω
View word page
χειραμάξιον
go-cart
ShortDef
go-cart
Debugging
Headword:
χειραμάξιον
Headword (normalized):
χειραμάξιον
Headword (normalized/stripped):
χειραμαξιον
IDX:
96230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96231
Key:
Data
{'content': 'go-cart'}