Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
χειραλειπτέω
χειράλυσις
χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
χειράς
χειραφεσία
χειραψία
χειρεργάτης
View word page
χειραγωγός
one that leads by the hand, a leader, guide
ShortDef
one that leads by the hand, a leader, guide
Debugging
Headword:
χειραγωγός
Headword (normalized):
χειραγωγός
Headword (normalized/stripped):
χειραγωγος
IDX:
96225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96226
Key:
Data
{'content': 'one that leads by the hand, a leader, guide'}