Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
χειραλειπτέω
χειράλυσις
χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
χειράς
χειραφεσία
View word page
χειραγωγία
induce
ShortDef
induce
Debugging
Headword:
χειραγωγία
Headword (normalized):
χειραγωγία
Headword (normalized/stripped):
χειραγωγια
IDX:
96223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96224
Key:
Data
{'content': 'induce'}