Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
χειραλειπτέω
χειράλυσις
χειράμαξα
χειραμάξιον
χειραπτάζω
View word page
χειραγωγέω
to lead by the hand

ShortDef

to lead by the hand

Debugging

Headword:
χειραγωγέω
Headword (normalized):
χειραγωγέω
Headword (normalized/stripped):
χειραγωγεω
IDX:
96221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96222
Key:

Data

{'content': 'to lead by the hand'}