Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
χειραλειπτέω
χειράλυσις
χειράμαξα
View word page
χειράγρα
gout in the hand

ShortDef

gout in the hand

Debugging

Headword:
χειράγρα
Headword (normalized):
χειράγρα
Headword (normalized/stripped):
χειραγρα
IDX:
96219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96220
Key:

Data

{'content': 'gout in the hand'}