Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνωρία
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνωστικῶς
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνωφέρεια
ἀνωφερής
ἀνώφλιον
ἀνώφοιτος
ἀνωφορέω
ἀνώχυρος
Ἄξεινος
ἀξενάγητος
ἀξεναγώγητος
View word page
ἀνωφελής
unprofitable, useless

ShortDef

unprofitable, useless

Debugging

Headword:
ἀνωφελής
Headword (normalized):
ἀνωφελής
Headword (normalized/stripped):
ανωφελης
IDX:
9621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9622
Key:

Data

{'content': 'unprofitable, useless'}