Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
χειραλειπτέω
View word page
χειμωνοτύπος
buffeting stormily

ShortDef

buffeting stormily

Debugging

Headword:
χειμωνοτύπος
Headword (normalized):
χειμωνοτύπος
Headword (normalized/stripped):
χειμωνοτυπος
IDX:
96217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96218
Key:

Data

{'content': 'buffeting stormily'}