Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χειραλγός
View word page
χειμωνόθεν
in a storm
ShortDef
in a storm
Debugging
Headword:
χειμωνόθεν
Headword (normalized):
χειμωνόθεν
Headword (normalized/stripped):
χειμωνοθεν
IDX:
96216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96217
Key:
Data
{'content': 'in a storm'}