Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
View word page
χειμωνικός
for winter use
ShortDef
for winter use
Debugging
Headword:
χειμωνικός
Headword (normalized):
χειμωνικός
Headword (normalized/stripped):
χειμωνικος
IDX:
96215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96216
Key:
Data
{'content': 'for winter use'}