Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
View word page
χειμών
winter; storm, stormy weather
ShortDef
winter; storm, stormy weather
Debugging
Headword:
χειμών
Headword (normalized):
χειμών
Headword (normalized/stripped):
χειμων
IDX:
96214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96215
Key:
Data
{'content': 'winter; storm, stormy weather'}