Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
View word page
χειμοφυγέω
to shun the winter

ShortDef

to shun the winter

Debugging

Headword:
χειμοφυγέω
Headword (normalized):
χειμοφυγέω
Headword (normalized/stripped):
χειμοφυγεω
IDX:
96213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96214
Key:

Data

{'content': 'to shun the winter'}