Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
χειραγώγημα
View word page
χειμόσπορος
sown in winter

ShortDef

sown in winter

Debugging

Headword:
χειμόσπορος
Headword (normalized):
χειμόσπορος
Headword (normalized/stripped):
χειμοσπορος
IDX:
96212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96213
Key:

Data

{'content': 'sown in winter'}