Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χειραγωγέω
View word page
χειμοσπορέομαι
to be sown in winter

ShortDef

to be sown in winter

Debugging

Headword:
χειμοσπορέομαι
Headword (normalized):
χειμοσπορέομαι
Headword (normalized/stripped):
χειμοσπορεομαι
IDX:
96211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96212
Key:

Data

{'content': 'to be sown in winter'}