Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
View word page
χειμιέω
to be chilled
ShortDef
to be chilled
Debugging
Headword:
χειμιέω
Headword (normalized):
χειμιέω
Headword (normalized/stripped):
χειμιεω
IDX:
96208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96209
Key:
Data
{'content': 'to be chilled'}